- ἐξαγκυρῶσαι
- ἐξαγκῡρῶσαι , ἐκ , ἀνά-κυρόωconfirmaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγκυρώ — ἐξαγκυρῶ, όω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαγκυρῶσαι θύραν ἐκστροφῶσαι» βγάζω την πόρτα από τις στρόφιγγες … Dictionary of Greek